- ηδύς
- -εία, -ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, -εῑα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα)1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.)2. (κατ' επέκτ. και για κάθε ευχάριστη κατάσταση) απολαυστικός («ἡδύς ὕπνος», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «ἡδύ ἐστι» ή «είναι ηδύ» — είναι ευχάριστοαρχ.1. (μετά τον Όμ.) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος, εύθυμος («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, ἡδύς», Σοφ.)2. αφελής, απλοϊκός, ανόητος («ὡς ἡδύς εἶ», Πλάτ.)3. γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», Δημοσθ.)4. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύη γλυκύτητα, η ομορφιά5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδέαοι ηδονές, οι απολαύσεις6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡδύα) γλυκάβ) ηδονικά, ευχάριστα7. (το υπερθ. ως προσφών.) ὦ ἥδιστεγλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε.επίρρ...ηδέως (AM ἡδέως)με ευχαρίστηση, με προθυμία, ευχαρίστωςαρχ.φρ. α. «ἡδέως ἔχω» — είμαι ευχάριστοςβ. «ἡδέως ἔχω τι» — αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένοςγ. «ἡδέως ἔχω πρός τινα» ή «ἡδέως ἔχω τινί» — είμαι καλός, έχω καλές διαθέσεις προς κάποιονδ. «ἡδέως μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηδύς < Fᾱδύς ταυτίζεται με αρχ. ινδ. svādu-, γαλατ. suadu-rīx και ανάγεται σε IE *suādu-s με την ίδια σημ. Συνδέεται επίσης με λατ. suāvis, αρχ. άνω γερμ. suozi, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. ηδύς στον Όμηρο απαντά με σημ. «εύγευστος», ενώ αργότερα κυρίως με σημ. «γλυκός» και «ευχάριστος». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «γλυκός» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις παρά με τη γεύση (πρβλ. αγγλ. sweet smell «γλυκιά μυρωδιά», sweet voice «γλυκιά φωνή»), έτσι ώστε συχνά επικράτησε η γενικότερη έννοια «ευχάριστος» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη γεύση. Τέλος, η λ. ηδύς απαντά ως α' συνθετικό 40 περίπου λέξεων τής Ελληνικής με τη μορφή ηδυ-*].
Dictionary of Greek. 2013.